αλευράδικο

αλευράδικο
το [αλευράς]
το αλευροπωλείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλευράδικο — το αλευροπωλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”